- καλοστεκούμενος
- και καλοστεκάμενος, -η, -ο1. αυτός που έχει καλές, δηλ. στερεές οικονομικές βάσεις, που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, εύπορος («καλοστεκούμενος έμπορος»)2. αυτός που διατηρείται καλά από σωματική άποψη, που έχει ισχυρή κράση, ο υγιής και καλά διατηρημένος παρά την ηλικία του.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + στεκούμενος / στεκάμενος, μτχ. τού στέκομαι].
Dictionary of Greek. 2013.